νυχθήμερος — (I) νυχθήμερος, έρα, ον (ΑΜ) το ουδ. ως ουσ. το νυχθήμερον το χρονικό διάστημα μιας μέρας και μιας νύχτας, το ημερόνυχτο μσν. (το ουδ. ως επίρρ.) κατά τη διάρκεια μιας μέρας και μιας νύχτας αρχ. αυτός που διαρκεί ένα ημερονύκτιο. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
νυχθημέρως — νυχθήμερος lasting a day and night adverbial νυχθήμερος lasting a day and night masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυχθημέρους — νυχθήμερος lasting a day and night masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημέρα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… … Dictionary of Greek
νυχθημερήσιος — νυχθημερήσιος, ία, ον (Μ) [νυχθήμερος (Ι)] νυχθήμερος* … Dictionary of Greek
νυχθημερινός — νυχθημερινός, ή, όν (Α) [νυχθήμερος (Ι)] νυχθήμερος* … Dictionary of Greek
νυχθημέρων — νυχθήμερον lasting a day and night neut gen pl νυχθήμερος lasting a day and night fem gen pl νυχθήμερος lasting a day and night masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυχθήμερον — lasting a day and night neut nom/voc/acc sg νυχθήμερος lasting a day and night masc acc sg νυχθήμερος lasting a day and night neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυχθημερία — η [νυχθήμερος (Ι)] το διάστημα 24 ωρών, που περιλαμβάνει μία μέρα και μία νύχτα … Dictionary of Greek
νυχθημερόν — επίρρ. νύχτα μέρα χωρίς διακοπή, συνεχώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < νυχθήμερος (Ι) + επιρρμ. κατάλ. όν (πρβλ. αυθημερ όν). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Νικ. Κοντοπούλου] … Dictionary of Greek
νύχτα — και νύκτα, η (ΑΜ νύξ, κτός, Μ και νύκτα) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση μέχρι την ανατολή τού Ηλίου, σε αντιδιαστολή προς την ημέρα (α. «μαύρη είν η νύχτα στα βουνά...» β. «καὶ ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ σκότος... νύκτα», ΠΔ) 2. ζόφος … Dictionary of Greek